ἐξαπατῆσαν — ἐξαπατάω deceive aor part act neut nom/voc/acc sg (attic ionic) ἐξαπατάω deceive aor part act neut nom/voc/acc sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τσουβάλι — το, Ν 1. μεγάλος, συνήθως καννάβινος, σάκος, σακί 2. συνεκδ. το περιεχόμενο τού τσουβαλιού, η ποσότητα που μπορεί να χωρέσει σε ένα σακί («πήρα τρία τσουβάλια αλεύρι») 3. φρ. «τόν έβαλαν στο τσουβάλι» τόν εξαπάτησαν. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. cuval] … Dictionary of Greek
φασισμός — Ιταλικό πολιτικό κίνημα, που ιδρύθηκε στο Μιλάνο στις 23 Μαρτίου 1919 από τον Μπενίτο Μουσολίνι, ο οποίος στηρίχτηκε σε αυτό για να καταλάβει την εξουσία και να επιβάλει στην Ιταλία ένα δικτατορικό καθεστώς από το 1922 έως το 1945. Η λέξη φ. (που … Dictionary of Greek
φτ(ε)ιάχνω — φτιάχνω, ΝΜ, και φτ(ε)ιάνω και φκιά(χ)νω και φχιάνω και φιάχνω Ν κατασκευάζω, παρασκευάζω, δημιουργώ (α. «φτειάχνω σπίτι» β. «φτειάξε μου έναν καφέ» γ. «ἄπελθε φτιάσε τὸ θερμόν, δὸς νῆμα τοῖς πατράσιν», Πρόδρ.) νεοελλ. 1. τακτοποιώ, σιάζω,… … Dictionary of Greek
Αγκύωρ — Μυθολογικό πρόσωπο. Βασιλιάς της Αρκαδίας, που κεραυνοβολήθηκε από τον Δία, μαζί με τους 49 αδελφούς του και τον πατέρα του Λυκάονα, επειδή εξαπάτησαν τους θεούς και προσέφεραν στον Δία φαγητό φτιαγμένο από κρέας παιδιού. Μια εκδοχή λέει πως ο… … Dictionary of Greek
Ανδρομέδης — (τέλη 5ου αι. π.Χ.).Ένας από τους πρέσβεις που έστειλαν οι Λακεδαιμόνιοι το 420 π.Χ. στην Αθήνα για την εκτέλεση της ανακωχής του Πελοποννησιακού πολέμου. Τους πρέσβεις αυτούς οι Αθηναίοι τους έδιωξαν, γιατί νόμισαν πως οι Λακεδαιμόνιοι τους… … Dictionary of Greek
εκκλησία του δήμου — Στην ελληνική αρχαιότητα ονομάζονταν έτσι οι λαϊκές συνελεύσεις, που αποτελούσαν το ανώτατο όργανο άσκησης της εξουσίας στη δημοκρατική πολιτεία. Στην ε. του δ. συμμετείχαν, με δικαίωμα λόγου και ψήφου, όλοι οι πολίτες –οι ελεύθεροι από πατέρα… … Dictionary of Greek
Κέρκωπες — Μυθολογικά πρόσωπα. Επρόκειτο για δύο αδέλφια, περιβόητους κακοποιούς, που επιχείρησαν να ληστέψουν και τον ίδιο τον Δία. Κατάγονταν από την Οιχαλία και ονομάζονταν Ώλος και Ευρύβατος ή Σίλλος και Γρίβαλος ή Άνδουλος και Άτλαντος ή Πάσσαλος και… … Dictionary of Greek
Κόνραντ — I (Conrad, Τουλούζ 925 – 993). Βασιλιάς της Βουργουνδίας (937 995), γνωστός ως Κ. ο Ειρηνικός. Ανήλθε στον θρόνο μετά τον θάνατο του πατέρα του, Ροδόλφου Β’. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του, καταδιώχθηκαν οι ομάδες των Σαρακηνών και των… … Dictionary of Greek
πλαστό έργο τέχνης — Ονομάζεται κάθε πίνακας, σχέδιο, χαρακτικό έργο, γλυπτό, καλλιτεχνικό αντικείμενο που απομιμείται μορφές και τεχνικές ενός καλλιτέχνη ή μιας εποχής με σκοπό να εξαπατήσει τον τυχόν αγοραστή ή ειδικό. Το στοιχείο της κακής πρόθεσης, η θέληση της… … Dictionary of Greek